ποσίκρουστος

ποσίκρουστος
-ον, Μ
αυτός που κρούεται, που ρυθμίζεται με χτυπήματα τών ποδιών («μέλη ποσίκρουστα», Λέων Μαγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + κρουστός (< κρούω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”